γαλακτόρροια

γαλακτόρροια
Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής σύντομη. Στην περίπτωση όμως που το γάλα συνεχίσει και μετά τον θηλασμό με περιοδικές διακοπές, ή εμφανίζεται άσχετα από πρόσφατη κύηση, η γ. θεωρείται παθολογική και επιφέρει εξάντληση του οργανισμού, σωματική και ψυχική. Θεραπεύεται με συνεχή πίεση των μαστών και δίαιτα φτωχή σε υγρά, αλλά η θεραπεία με ορμόνες είναι αποτελεσματικότερη. Επίσης, απαιτείται κλινικοεργαστηριακός έλεγχος για την εύρεση της υποκείμενης αιτίας. Η γ. παρατηρείται και σε θηλυκά ζώα, όπως σε σκύλους ή γάτες που έχουν λίγα μικρά να θηλάσουν σε σχέση με την ποσότητα εκροής των μαστών ή στις αγελάδες επειδή παράγουν άφθονο γάλα. Οι μαστοί κοκκινίζουν και πρήζονται, ενώ το βάδισμα γίνεται επώδυνο. Στα αγονιμοποίητα ζώα εξάλλου παρατηρείται γ. κατά την περίοδο του οργασμού ως αποτέλεσμα της διόγκωσης των μαστών. Στην περίπτωση αυτή η γ. θεραπεύεται με καθαρτικό ή γενικότερα με συχνό άρμεγμα και μαλακτικά επιθέματα στους μαστούς.
* * *
η
εκροή γάλατος από τους μαστούς έξω από τις φυσιολογικές συνθήκες τής γαλουχίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • προλακτίνη — η, Ν (βιοχ.) ορμόνη τής αδενοϋπόφυσης που προκαλεί μεταξύ άλλων τη γαλακτόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. prolactin (< προ * + λατ. lac, lactis «γάλα» + κατάλ. in)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”